πατέρα

πατέρα
πατήρ, πατρός, πατέρα
Grammatical information: m.
Meaning: `father' (Il.); for the inflection Schwyzer 567.
Other forms: Myc. pate.
Compounds: Many compp., e.g. πατρο-φόνος `parricidal, parricide' (trag., Pl.) with metr. condit. acc. -ῆα (Od.), also -φόντης m. f. `id.' (S.; Fraenkel Nom. ag. 1, 24 n. 4 a. 239 n. 1), πατρ-αλοίας s. ἀλωή; ἀ-πάτωρ `fatherless' (trag., Pl.); Άπατούρια s. v. On the compp. Sommer Nominalkomp. 141 ff. (esp. ὄ-πατρος a. ὀβριμο-πάτρη; cf. s. vv.), Risch IF 59, 17.
Derivatives: 1. Dimin.: πατρ-ίδιον n. (com.), also πατέρ-ιον (Luc.) with -ίων m. (late; from voc. πάτερ; -ίων like μαλακ-ίων a.o.), Georgacas Glotta 36, 175f., Maas Mél. Bq 2, 130 f. -- 2. πάτρ-α, Ion. f. `paternal ancestry, tribe; native city, country, fatherland' (Il.; Wackernagel Festg. Kaegi 57ff. = Kl. Schr. 1, 485ff.). -- 3. πατρ-ιά, Ion. -ιή f. `paternal ancestry, lineage, family' (Hdt., El., Delph., LXX, NT; Wackernagel l.c., Scheller Oxytonierung 71 f.) with -ιώτης, Dor. -ιώτας, f. -ιῶτις `from the same lineage, native, fellow-countryman' (Att., Troizen, Delphi Va), -ιωτικός `belonging to fellow-countrymen, fatherland' (Delphi IVa, Arist.). -- 4. πάτρ-ιος `paternal, hereditary, customary' (Pi., IA.), f. πατρ-ίς `paternal, fatherland' (Il.); younger πατρ-ικός `paternal' (Democr., Att., hell.); in the same meaning also πατρώϊος s. on 7. πάτρως. -- 5. πατρ-όθεν `from one's father' (Il). -- 6. εὑ-πατρ-ίδης, Dor. -ίδας, f. -ις `of a noble father, noble', usu. as name of the Oldatt. nobles (trag., Att.), opposite κακο-πατρ-ίδας, f. -ις (Alc., Thgn.; Wackernagel Glotta 14, 50f. = Kl. Schr. 2, 858f.). -- 7. πάτρως, -ωος a. m. `male relative, esp. father's brother, uncle' (Pi., Cret., Ion. Att.); formation like μήτρως (s.v.); Lat. patruus, Skt. pitr̥vyà- `id.' (e.g. Schmeja IF 68, 22). From it πατρώ-ϊος, πατρῳ̃ος `belonging to the paternal clan, paternal' = πάτρως, πατρικός (Il.), cf. μητρώ-ϊος and Wackernagel Festg. Kaegi 50ff. = Kl. Schr. 1,478ff.; on πατρικός also Chantraine Études (s. Index). -- 8. πατρωός m. `stepfather' (hell.; formation unclear ); also πατρυιός (late, after μητρυιά, s.v.). -- 9. Verbs: πατερ-ίζω (Ar. V. 652) `to call father' (from voc.), -εύω `to hold office of πατηρ πόλεως (πατερ-ία)' (Miletos VIp); πατρ-ῴζω `to take after one's father' (Philostr., Alciphr.; cf. μητρ-ῴζω), -ιάζω `id.' (Poll.); also *πατρίζω \> lat. patrissāre `id.' (Leumann Die Sprache 1, 207 = Kl. Schr. 174). -- On πατήρ w. derivv. also Chantraine REGr. 59-60, 219ff.
Origin: IE [Indo-European] [829] *ph₂tēr `father'
Etymology: Old inherited word for `father' (as head of the family), in most IE languages retained, e.g. Skt. pitár-, Lat. pater, Germ., e.g. Goth. fadar. With πάτριος agree Skt. pítriya und Lat. patrius; with ὁμο-πάτωρ, -πάτριος `from the same father' (Att. resp. Ion. Att.) OPers. hama-pitar- resp. OWNo. sam-feðr; on possible cognates of πάτρως s. above 7. -- Further forms w. rich lit. in WP. 2, 4, Pok. 829 and in separate dictionaries.
Page in Frisk: 2,481-482

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πατέρα — η βακτηρία η οποία στο άνω άκρο της είχε σχήμα Τ και την οποία χρησιμοποιούσαν παλαιότερα οι γέροντες στους ναούς για να στηρίζονται με τα δύο χέρια σταυρωμένα. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεγεθυντικό τού πάτερο «ξύλινη δοκός που στηρίζει το πάτωμα»] …   Dictionary of Greek

  • πατέρα — πατήρ pitṛs̥u masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πατέρ' — πατέρα , πατήρ pitṛs̥u masc acc sg πατέρι , πατήρ pitṛs̥u masc dat sg πατέρι , πατήρ pitṛs̥u masc dat sg πατέρε , πατήρ pitṛs̥u masc nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φρειδερίκος — I Όνομα δουκών, πριγκίπων και εκλεκτόρων. 1. Φ. B’ ο Μαχητής. Δούκας της Αυστρίας (1236 46). Διαδέχτηκε στην εξουσία τον πατέρα του Λεοπόλδο ΣΤ’ τον Ένδοξο και, εξαιτίας της αυταρχικότητας και του φιλοπόλεμου χαρακτήρα του, ήρθε πολλές φορές σε… …   Dictionary of Greek

  • Κωνσταντίνος — I Όνομα δύο βασιλιάδων της νεότερης Ελλάδας. 1. Κ. Α’ (Κωνσταντίνος Γκλίξμπουργκ, Αθήνα 1868 – Παλέρμο, Σικελία 1923). Βασιλιάς των Ελλήνων (1913 17, 1920 22). Ήταν πρωτότοκος γιος του βασιλιά Γεωργίου Α’ και της βασίλισσας Όλγας. Έπειτα από… …   Dictionary of Greek

  • Λουδοβίκος — I (γαλλ. Luis, γερμ. Ludwig). Όνομα τεσσάρων αυτοκρατόρων της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας του Γερμανικού έθνους. 1. Λ. Α’, ο Ευσεβής ή Αγαθός (γερμ. Ludwig der Fromme, γαλλ. Louis le Pieux ή Louis le Debonnaire, Σασενέιγ, Ακουιτανία 778 –… …   Dictionary of Greek

  • πατήρ — ο, ΝΜΑ, και πατέρας, ΝΜ 1. ο γεννήτορας, ο γονιός, ο γονέας (α. «τού πατέρα σου, όταν έρθεις, δε θα βρεις παρά τον τάφο», Σολωμ. β. «ἐπῆγεν ὁ πατέρας της εἰς κάποιον ταξίδι», Διγ. Ακρ. γ. «τοῡδε κεκλῆσθαι πατρός», Σοφ.) 2. φρ. «Πάτερ ημών» η… …   Dictionary of Greek

  • Ελλαδα - Μυθολογία — ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ Το μυθολογικό υλικό είναι αποτέλεσμα της προσπάθειας των αρχαίων κοινωνιών να ερμηνεύσουν τον κόσμο, τη ζωή και τις σχέσεις των ανθρώπων. Οι ελληνικοί μύθοι αποτελούν μια κοινωνική, συλλογική προσπάθεια κατανόησης και… …   Dictionary of Greek

  • Ιωάννης — I (Juan).Όνομα δύο βασιλιάδων της Αραγονίας. 1. I. A’ (1350 – 1395). Βασιλιάς της Αραγονίας (1387 95). Ήταν γιος του Πέτρου Δ’, που άφησε τη διακυβέρνηση του κράτους του στη σύζυγό του, Γιολάνδη. Ο Ι. Α’ προστάτευσε τις τέχνες και τα γράμματα,… …   Dictionary of Greek

  • αλέξανδρος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Άλλο όνομα του Πάρη που του δόθηκε επειδή, όταν ήταν μικρός, βοήθησε στη διάσωση των κοπαδιών από επιδρομή ληστών «αλεξήσας ποίμνια», παρέχοντας δηλαδή σε αυτά προστασία. 2. Γιος του Ευρυσθέα, που σκοτώθηκε στον… …   Dictionary of Greek

  • Παλαιολόγος — I Επώνυμο μεγάλης βυζαντινής οικογένειας από την οποία προέρχεται και η δυναστεία των Παλαιολόγων. Πολλά μέλη της έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην ιστορική πορεία της αυτοκρατορίας. Από αυτά γνωστότερα είναι: 1. Νικηφόρος. Στρατηγός και υπέρτιμος.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”